- αποτέφρωση
- ητο κάψιμο, το να γίνει κάτι στάχτη: Η ορθόδοξη Εκκλησία δεν επιτρέπει την αποτέφρωση των νεκρών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποτέφρωση — η η ολοσχερής καύση πραγμάτων μέχρι να γίνουν στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτεφρώνω, τεφρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Δ. Νίτσο] … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
επικήδειες τελετές — Παροδικές τελετές, που διαρθρώνονται σε τρεις φάσεις: στην απόσπαση από την προηγούμενη κατάσταση, μια περίοδο στο περιθώριο και στην ένταξη στη νέα κατάσταση. Στη φάση της απόσπασης, ο νεκρός προπέμπεται με τύπους και προσευχές, και συχνά… … Dictionary of Greek
αζαγιά — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα που απομένει από χαρτί ή ύφασμα μετά την τέλεια αποτέφρωσή του 3. (για πολυκαιρισμένα ρούχα) ράκη, κουρέλια 4. ιστός αράχνης και μάλιστα βρόμικος 5. το έντομο αράχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄζα «αιθάλη, καπνιά» + ιά πρβλ … Dictionary of Greek
αποτεφρωτήρας — ο τεχνολ. συσκευή με τη μορφή κλιβάνου που χρησιμοποιείται για αποτέφρωση … Dictionary of Greek
αποτεφρωτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αποτέφρωση 2. φρ. «αποτεφρωτικός κλίβανος» κρεματόριο … Dictionary of Greek
εκτέφρωσις — ἐκτέφρωσις, η (Α) καύση μέχρι να μετατραπεί κάτι σε στάχτη, μεταβολή σε στάχτη, αποτέφρωση … Dictionary of Greek
κάψιμο — το 1. η καύση, η αποτέφρωση, η απανθράκωση 2. το οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος από την επαφή γυμνού μέρους τού σώματός του με τη φωτιά ή με καυστική ουσία 3. το σημάδι από έγκαυμα («ακόμη φαίνεται το κάψιμο τού χεριού») 4. το δυσάρεστο… … Dictionary of Greek
κατάκαυση — η (AM κατάκαυσις) [κατακαίω] η πλήρης, η ολοσχερής καύση, απανθράκωση, αποτέφρωση μσν. καύσωνας … Dictionary of Greek
κρεματόριο — το 1. ειδικός χώρος με κλίβανο για την αποτέφρωση νεκρών 2. οικοδόμημα με κλίβανο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση αιχμαλώτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. crematorium και crematory (< λατ.… … Dictionary of Greek